- μινύρομαι
- μινύρομαι (Α)1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμινύρῃ — ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble aor subj mp 2nd sg ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble pres subj mp 2nd sg ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
μινυρομένα — μινῡρομένᾱ , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc/acc dual μινῡρομένᾱ , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρεο — μινύ̱ρεο , μινύρομαι warble pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μινύ̱ρεο , μινύρομαι warble imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρεται — μινύ̱ρεται , μινύρομαι warble aor subj mp 3rd sg (epic) μινύ̱ρεται , μινύρομαι warble pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρου — μινύ̱ρου , μινύρομαι warble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μινύ̱ρου , μινύρομαι warble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek
μινυρομένη — μινῡρομένη , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρεσθαι — μινύ̱ρεσθαι , μινύρομαι warble pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)